- συγκεραυνώ
- -όω, Α [κεραυνῶ]1. χτυπώ τα πάντα με κεραυνό ή χτυπώ δυνατά σαν με κεραυνό («δρυΐνους συγκεραυνοῡσαι κλάδους», Ευρ.)2. παθ. συγκεραυνοῡμαι, -όομαιμτφ. αφήνω κάποιον εμβρόντητο ή αναίσθητο («οἴνω φρένας συγκεραυνωθείς», Αρχίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.